κελλάρης

κελλάρης
και κελάρης, ο, θηλ. κελλάρισσα και κελάρισσα (Μ κελλάρης και κελάρης, Α κελλάριος)
(σε μοναστήρι ή άλλο ίδρυμα) υπεύθυνος τής αποθήκης τροφίμων, οικονόμος, αποθηκάριος
νεοελλ.
παροιμ. «ακριβός κελ(λ)άρης» ή «καλός κελ(λ)άρης» — γι' αυτούς που κάνουν οικονομία και ξοδεύουν με μέτρο τις προμήθειες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κελλάριος < κέλλα + κατάλ. -άριος (< λατ. κατάλ. -arius)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • -άρης — κατάλ. αρσ. ουσ. και επιθ. της Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται ετυμολογικά με τη μσν. κατάλ. άριος ( άρις). Ειδικότερα, από λατινικά ονόματα σε arius, τα οποία συνήθως δήλωναν αξίωμα, προέκυψαν τους Βυζαντινούς χρόνους… …   Dictionary of Greek

  • κελάρης — ο, θηλ. κελάρισσα βλ. κελλάρης …   Dictionary of Greek

  • κελλάριος — κελλάριος, ὁ (Α) βλ. κελλάρης …   Dictionary of Greek

  • κελλαρικάριος — κελλαρικάριος, ὁ (Α) πάπ. ο κελλάρης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κελλαρικόν + κατάλ άριος (< λατ. arius), πρβλ. δρουγγ άριος, κηρουλ άριος] …   Dictionary of Greek

  • κελλικάριος — κελλικάριος, ὁ (Α) οικονόμος, κελλάρης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κελλαρικάριος (με συλλαβική ανομοίωση ή απλολογία) < κέλλα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”